- μέχριπερ
- μέχριπερ και μέχρι περ (Α)(σύνδ.)1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν)1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.)2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο].
Dictionary of Greek. 2013.